- παρεισιών
- παρά , εἰσ-εἰμίsumpres part act masc nom sg (doric)παρά-εἴσειμιenterpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγαμώ — έω, Α 1. συνευρίσκομαι ερωτικά με τη νύφη πριν από τον γάμο («ὅς γε προεγάμει μὲν παρεισιὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας», Στράβ.) 2. νυμφεύομαι πρώτος ή πρωτύτερα («κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον καλὸν ἑστιάσας... τά τε … Dictionary of Greek